- ριψοφθαλμία
- ἡ, Α [ῥιψόφθαλμος]πόθος, αγωνία να δει κάποιος αυτό που ποθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιψοφθαλμία — ῥιψοφθαλμίᾱ , ῥιψοφθαλμία fem nom/voc/acc dual ῥιψοφθαλμίᾱ , ῥιψοφθαλμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)